Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  παιδεύω   παιδεύομαι 
Παρατατικός  ἐπαίδευον   ἐπαιδευόμην 
Μέλλοντας  παιδεύσω   παιδεύσομαι & παιδευθήσομαι 
Αόριστος  ἐπαίδευσα   ἐπαιδευσάμην & ἐπαιδεύθην 
Παρακείμενος  πεπαίδευκα   πεπαίδευμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐπεπαιδεύκειν   ἐπεπαιδεύμην 
Συντελ.Μέλλ.  πεπαιδευκώς ἔσομαι   πεπαιδεύσομαι 

Ετυμολογία

επεξεργασία
παιδεύω < παῖς, γενική παιδ(ός) παιδ- + -εύω[1]
  • (μιλώντας για ένα παιδί)
  1. ανατρέφω παιδί
  2. εκπαιδεύω, μορφώνω
  3. τιμωρώ, επιβάλλω πειθαρχία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.