Ετυμολογία

επεξεργασία
παιδεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παιδεύω < παῖς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /peˈðe.vo/

παιδεύω

  1. βασανίζω, ταλαιπωρώ
  2. εξετάζω διεξοδικά κάποιο θέμα
  3. (παρωχημένο) εκπαιδεύω, διαπαιδαγωγώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  παιδεύω   παιδεύομαι 
Παρατατικός  ἐπαίδευον   ἐπαιδευόμην 
Μέλλοντας  παιδεύσω   παιδεύσομαι & παιδευθήσομαι 
Αόριστος  ἐπαίδευσα   ἐπαιδευσάμην & ἐπαιδεύθην 
Παρακείμενος  πεπαίδευκα   πεπαίδευμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐπεπαιδεύκειν   ἐπεπαιδεύμην 
Συντελ.Μέλλ.  πεπαιδευκώς ἔσομαι   πεπαιδεύσομαι 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παιδεύω < παῖς, γενική παιδ(ός) παιδ- + -εύω[1]
  • (μιλώντας για ένα παιδί)
  1. ανατρέφω παιδί
  2. εκπαιδεύω, μορφώνω
  3. τιμωρώ, επιβάλλω πειθαρχία

Συγγενικά

επεξεργασία

και → δείτε τη λέξη  παῖς

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.