Ετυμολογία

επεξεργασία
τιμωρώ < μεσαιωνική ελληνική τιμωρῶ (εκδικούμαι) < αρχαία ελληνική τιμωρῶ (βοηθώ)

τιμωρώ

  • επιβάλλω σε κάποιον να κάνει κάτι δυσάρεστο σε αυτόν επειδή έκανε κάτι κακό σύμφωνα με τη δική μου άποψη

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία