τιμωρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τιμωρία | οι | τιμωρίες |
γενική | της | τιμωρίας | των | τιμωριών |
αιτιατική | την | τιμωρία | τις | τιμωρίες |
κλητική | τιμωρία | τιμωρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τιμωρία < αρχαία ελληνική τιμωρία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τιμωρία θηλυκό
- η ποινή