Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ατιμωρησία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ατιμωρησί
α
οι
ατιμωρησί
ες
γενική
της
ατιμωρησί
ας
των
ατιμωρησι
ών
αιτιατική
την
ατιμωρησί
α
τις
ατιμωρησί
ες
κλητική
ατιμωρησί
α
ατιμωρησί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ατιμωρησία
<
αρχαία ελληνική
ἀτιμωρησία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ατιμωρησία
θηλυκό
η έλλειψη
τιμωρίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ατιμωρησία
αγγλικά
:
impunity
(en)
γαλλικά
:
impunité
(fr)
ισπανικά
:
impunidad
(es)