punish
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | punish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | punishes |
αόριστος | punished |
παθητική μετοχή | punished |
ενεργητική μετοχή | punishing |
Ρήμα
επεξεργασίαpunish (en)
- τιμωρώ, επιβάλλω ποινή
- ⮡ The guilty will be punished, whoever they are.
- Θα τιμωρηθούν οι ένοχοι, όποιοι κι αν είναι.
- ≈ συνώνυμα: discipline
- ⮡ The guilty will be punished, whoever they are.