Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός punishing
συγκριτικός more punishing
υπερθετικός most punishing

punishing (en)

  • εξουθενωτικός, που είναι μακρύ και δύσκολο και κάνει κάποιον να δουλέψει σκληρά με αποτέλεσμα να κουράζεται πολύ
    ⮡  a punishing climb/defeat - εξουθενωτική αναρρίχηση/ήττα
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις burdensome και fatiguing

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

punishing (en)