fatiguing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | fatiguing |
συγκριτικός | more fatiguing |
υπερθετικός | most fatiguing |
Επίθετο
επεξεργασία- κουραστικός, κοπιαστικός, εξαντλητικός, που κουράζει κάποιον πολύ, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά
- ⮡ It’s fatiguing working in the garden.
- Είναι κουραστικό να δουλεύεις στον κήπο.
- ⮡ a fatiguing trip - κοπιαστικό ταξίδι
- ⮡ It’s fatiguing teaching 10 hours a day.
- Είναι εξαντλητικό να διδάσκεις 10 ώρες την ημέρα.
- ⮡ It’s fatiguing working in the garden.