Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός wearing
συγκριτικός more wearing
υπερθετικός most wearing

wearing (en)

  • κουραστικός, που κάνει κάποιον πολύ κουρασμένο ψυχικά ή σωματικά
    ⮡  a wearing day - κουραστική ημέρα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fatiguing

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

wearing (en)