wearing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | wearing |
συγκριτικός | more wearing |
υπερθετικός | most wearing |
wearing (en)
- κουραστικός, που κάνει κάποιον πολύ κουρασμένο ψυχικά ή σωματικά
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαwearing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του wear