Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουραστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κουραστικ
ός
η
κουραστικ
ή
το
κουραστικ
ό
γενική
του
κουραστικ
ού
της
κουραστικ
ής
του
κουραστικ
ού
αιτιατική
τον
κουραστικ
ό
την
κουραστικ
ή
το
κουραστικ
ό
κλητική
κουραστικ
έ
κουραστικ
ή
κουραστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κουραστικ
οί
οι
κουραστικ
ές
τα
κουραστικ
ά
γενική
των
κουραστικ
ών
των
κουραστικ
ών
των
κουραστικ
ών
αιτιατική
τους
κουραστικ
ούς
τις
κουραστικ
ές
τα
κουραστικ
ά
κλητική
κουραστικ
οί
κουραστικ
ές
κουραστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
Επεξεργασία
κουραστικός
<
κουράζω
+
-τικός
Επίθετο
Επεξεργασία
κουραστικός
που
κουράζει
, που προκαλεί
κόπωση
≈
συνώνυμα
:
εξαντλητικός
,
κοπιαστικός
(
κατʼ επέκταση
)
βαρετός
,
ανιαρός
,
πληκτικός
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
κουραστικά
→
δείτε
τη λέξη
κουράζω
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
κουραστικός
αγγλικά
:
exhausting
(en)
(1),
tiresome
(en)
(1,2)
γαλλικά
:
fatiguant
(fr)