Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πληκτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πληκτικ
ός
η
πληκτικ
ή
το
πληκτικ
ό
γενική
του
πληκτικ
ού
της
πληκτικ
ής
του
πληκτικ
ού
αιτιατική
τον
πληκτικ
ό
την
πληκτικ
ή
το
πληκτικ
ό
κλητική
πληκτικ
έ
πληκτικ
ή
πληκτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πληκτικ
οί
οι
πληκτικ
ές
τα
πληκτικ
ά
γενική
των
πληκτικ
ών
των
πληκτικ
ών
των
πληκτικ
ών
αιτιατική
τους
πληκτικ
ούς
τις
πληκτικ
ές
τα
πληκτικ
ά
κλητική
πληκτικ
οί
πληκτικ
ές
πληκτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πληκτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
πληκτικός
, -ή, -ό
που προκαλεί
πλήξη
,
βαρετός
Συγγενικά
επεξεργασία
πλήξη
πληκτικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πληκτικός
γαλλικά
:
ennuyeux
(fr)
,
fastidieux
(fr)
→
δείτε
τη
λέξη
βαρετός