βαρετός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βαρετός | η | βαρετή | το | βαρετό |
γενική | του | βαρετού | της | βαρετής | του | βαρετού |
αιτιατική | τον | βαρετό | τη | βαρετή | το | βαρετό |
κλητική | βαρετέ | βαρετή | βαρετό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βαρετοί | οι | βαρετές | τα | βαρετά |
γενική | των | βαρετών | των | βαρετών | των | βαρετών |
αιτιατική | τους | βαρετούς | τις | βαρετές | τα | βαρετά |
κλητική | βαρετοί | βαρετές | βαρετά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαρετός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαβαρετός -ή -ό