boring
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | boring |
συγκριτικός | more boring |
υπερθετικός | most boring |
boring (en)
Ουσιαστικό επεξεργασία
boring (en)
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
boring (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του bore
Πηγές επεξεργασία
- boring - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 69. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανιαρός