Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
boring
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Επίθετο
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.3
Ρηματικός τύπος
Αγγλικά
(en)
Επεξεργασία
Επίθετο
Επεξεργασία
boring
(en)
ανιαρός
,
βαρετός
,
πληκτικός
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
boring
(en)
όρυγμα
,
τρύπα
θραύσμα
ή
κομματάκι
που προκύπτει όταν ανοίγουμε μια
τρύπα
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
boringly
boringness
Ρηματικός τύπος
Επεξεργασία
boring
(en)
ενεργητική
μετοχή
ενεστώτα
του
bore