Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κομματάκι τα κομματάκια
      γενική
    αιτιατική το κομματάκι τα κομματάκια
     κλητική κομματάκι κομματάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομματάκι < κομμάτι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κομματάκι ουδέτερο

Εκφράσεις επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

κομματάκι

  • (μεταφορικά) λίγο ή κάπως
    μου φαίνεται κομματάκι σκληρό αυτό το κρέας
    είσαι κομματάκι περίεργος ώρες ώρες

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κομμάτι