Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπάω στο ξύλο < σπάζω + ξύλο

  Έκφραση επεξεργασία

σπάω στο ξύλο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Μεταφράσεις

αγγλικά : to beat the crap/shit/snot out of s.o