Chips πατάτας (βρετανικό).
 
Chips πατάτας (αμερικανικό).

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chip chips

chip (en)

  1. (συνήθως πληθυντικός, βρετανική σημασία, γαστρονομία) οι πατάτες (τηγανητές)
    ⮡  chicken skewers with (fried) chips - σουβλάκια κοτόπουλου με πατάτες (τηγανητές)
     συνώνυμα: → δείτε τον όρο french fries (και αμερικανικά αγγλικά)
  2. (αμερικανική σημασία, γαστρονομία) το πατατάκι, τα τσιπς, λεπτές, τηγανισμένες φέτες πατάτας
    ⮡  Pringles chips - Pringles πατατάκια
    ⮡  He bought a bag of chips.
    Αγόρασε ένα σακουλάκι τσιπς.
     συνώνυμα: potato chip (κι αμερικανικά αγγλικά), crisp ή potato crisp (βρετανικά αγγλικά)
  3. (ηλεκτρονική, υλικό υπολογιστή) το τσιπ, το τσιπάκι
    ⮡  I bought a new chip for my computer.
    Αγόρασα ένα νέο τσιπ για τον υπολογιστή μου.
     συνώνυμα: integrated circuit, microchip
  4. το μέρος από το οποίο έχει σπάσει ένα μικρό κομμάτι ξύλου, γυαλιού κτλ.
    ⮡  All the cups have chips on the edges./All the cups are chipped on the edges.
    Όλες οι κούπες είναι χτυπημένες στις άκρες.
  5. το κομματάκι, το τρίμμα, το θραύσμα, μικρό κομματάκι από κάτι μεγαλύτερο
    ⮡  He broke a chip off of his front tooth.
    Έσπασε ένα κομματάκι από το μπροστινό του δόντι.
    ⮡  a wood chip - ένα ροκανίδι
    ⮡  (γαστρονομία) milk chocolate chip cookies - μπισκότα με κομματάκια σοκολάτας γάλακτος
  6. (παίγνια) η μάρκα πονταρίσματος, το τσιπ
    ⮡  Every casino uses its own chips.
    Κάθε καζίνο χρησιμοποιεί δικές του μάρκες.

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας chip
γ΄ ενικό ενεστώτα chips
αόριστος chipped
παθητική μετοχή chipped
ενεργητική μετοχή chipping

chip (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σπάζω, χτυπώ και κόβω ένα κομματάκι
    ⮡  He chipped the edge of the plate.
    Έσπασε την άκρη του πιάτου.
  2. (μεταβατικό) ξύνω, κόβω ή σπάω μικρά κομμάτια από κάτι με ένα εργαλείο
    ⮡  I chipped the paint off the door.
    Έξυσα την μπογιά από την πόρτα.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chip (ro)