Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατάτα οι πατάτες
      γενική της πατάτας των πατατών
    αιτιατική την πατάτα τις πατάτες
     κλητική πατάτα πατάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
άνθος πατάτας
 
πατάτες με τη φλούδα τους, σε πιάτο
 
πατάτες φούρνου

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πατάτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική patata < ισπανική patata / batata < ταΐνο batata

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈta.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐τά‐τα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πατάτα θηλυκό

  1. (φυτό) συνώνυμο του πατατιά
     συνώνυμα: γεώμηλον (καθαρεύουσα)
  2. ο κόνδυλος του φυτού της πατατιάς
  3. (τρόφιμο) μαγειρεμένος ο κόνδυλος της πατατιάς
  4. (σκωπτικό) καθετί με χοντροκομμένο σχήμα
  5. (μεταφορικά) μεγάλο λάθος ή γκάφα
  6. (μεταφορικά) κάτι που δεν έχει αξία ή ενδιαφέρον

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

(γαστρονομία)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία