patates
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- patates < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική پاتاتس (patates) < νέα ελληνική πατάτες, πληθυντικός του πατάτα < ιταλική patata < ισπανική patata < ταΐνο batata
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpatates (tr) (πληθυντικός: patatesler)
- η πατάτα