ουαλικά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ουαλικά | ||
γενική | των | ουαλικών | ||
αιτιατική | τα | ουαλικά | ||
κλητική | ουαλικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ουαλικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό