Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ουαλία οι Ουαλίες
      γενική της Ουαλίας των Ουαλιών
    αιτιατική την Ουαλία τις Ουαλίες
     κλητική Ουαλία Ουαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
η θέση της Ουαλίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.
 
η σημαία της Ουαλίας.

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Ουαλία < (άμεσο δάνειο) αγγλική Wales < αγγλοσαξονική Wēalas < πρωτογερμανική *walhaz (ξένος)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /u.aˈli.a/

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Ουαλία θηλυκό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία