κελτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κελτικός | η | κελτική | το | κελτικό |
γενική | του | κελτικού | της | κελτικής | του | κελτικού |
αιτιατική | τον | κελτικό | την | κελτική | το | κελτικό |
κλητική | κελτικέ | κελτική | κελτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κελτικοί | οι | κελτικές | τα | κελτικά |
γενική | των | κελτικών | των | κελτικών | των | κελτικών |
αιτιατική | τους | κελτικούς | τις | κελτικές | τα | κελτικά |
κλητική | κελτικοί | κελτικές | κελτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κελτικός < (ελληνιστική κοινή) Κέλτης + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /cel.tiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίακελτικός
- που αναφέρεται στους Κέλτες και τον πολιτισμό τους