κελτικά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κελτικά | ||
γενική | των | κελτικών | ||
αιτιατική | τα | κελτικά | ||
κλητική | κελτικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κελτικά ουδέτερο στον πληθυντικό
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
κελτικά συχνότερα στην δημοτική: κέλτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κελτικό