Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sɛl.tik/
 

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
celtique celtiques

celtique (fr) αρσενικό ή θηλυκό