• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Ουαλός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ουαλός

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Κύριο όνομα
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ουαλός οι Ουαλοί
      γενική του Ουαλού των Ουαλών
    αιτιατική τον Ουαλό τους Ουαλούς
     κλητική Ουαλέ Ουαλοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Ουαλός < Ουαλ(ία) + -ός

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ουαλός αρσενικό (θηλυκό Ουαλή)

  • (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Ουαλία και τους Ουαλούς

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ουαλικός
  • Ουαλία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    Ουαλός
  • αγγλικά : Welsh (en), Welshman (en)
  • γαλλικά : Gallois (fr)
  • γερμανικά : Waliser (de)
  • ισπανικά : galés (es)
  • ιταλικά : gallese (it)
  • ουαλικά : Cymro (cy)
  • πορτογαλικά : galês (pt)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Ουαλός&oldid=5500484"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 04:54

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 04:54.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας