πατατάλευρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πατατάλευρο < πατάτα + -ο- + άλευρο ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική Kartoffelmehl[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
πατατάλευρο ουδέτερο
- (γαστρονομία) αλεύρι παρασκευασμένο από πατάτες για διάφορες χρήσεις στη ζαχαροπλαστική ή τη μαγειρική
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πατατάλευρο
- ↑ πατατάλευρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας