βολαπούκ
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βολαπούκ < Volapük → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βολαπούκ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
- (γλώσσα) τεχνητή γλώσσα δημιουργημένη από γερμανό ιερέα γύρω στο 1880
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βολαπούκ
|