μπενγκάλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπενγκάλι < (άμεσο δάνειο) αγγλική Bengali
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /beŋˈga.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπεν‐γκά‐λι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπενγκάλι ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό, άκλιτο
- γλώσσα που μιλιέται στην ανατολική Ινδία και στο Μπαγκλαντές
- Αλφάβητο μπενγκάλι
- Φωνήεντα:
- Σύμφωνα:
- Αριθμοί:
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπενγκάλι