ταϊλανδικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ταϊλανδικά | ||
γενική | των | ταϊλανδικών | ||
αιτιατική | τα | ταϊλανδικά | ||
κλητική | ταϊλανδικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταϊλανδικά < από το επίθετο ταϊλανδικός, στον πληθυντικό του ουδέτερου.
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταϊλανδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταϊλανδικά
|