Ταϊλάνδη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ταϊλάνδη | ||
γενική | της | Ταϊλάνδης | ||
αιτιατική | την | Ταϊλάνδη | ||
κλητική | Ταϊλάνδη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ταϊλάνδη < (άμεσο δάνειο) αγγλική Thailand + -η < Thai + -land (< land) < ταϊλανδικά ไทย (tai) < ไท (tái)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ταϊλάνδη θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ταϊλάνδη στη Βικιπαίδεια