Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κράτος τα κράτη
      γενική του κράτους των κρατών
    αιτιατική το κράτος τα κράτη
     κλητική κράτος κράτη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κράτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κράτος (δύναμη, εξουσία)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkɾa.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρά‐τος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κράτος ουδέτερο

  1. συγκροτημένη πολιτική οντότητα με συγκεκριμένα σύνορα[[Κατηγορία:Σελίδες που χρειάζονται προσοχή (Πρότυπο:βελτίωση των ορισμών)]]
    Το κράτος της Ελλάδας καταλαμβάνει περίπου 132.000 τ.χμ.
  2. πολιτικά οργανωμένο σύνολο ανθρώπων (λαός) που είναι εγκατεστημένο μόνιμα σε μια καθορισμένη εδαφική έκταση (χώρα) και διοικείται από κυβέρνηση, εξουσία, κυριαρχία.

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
κρατ- 

επίσης

→ δείτε και  κρατάω, κρατώ & συγγενικά όπως ενδεικτικά

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κράτος τὰ κράτη - κράτε
      γενική τοῦ κράτους - κράτεος τῶν κρατῶν - κρατέων
      δοτική τῷ κράτει - κράτεῐ̈ τοῖς κράτεσ(ν)
    αιτιατική τὸ κράτος τὰ κράτη - κράτεα
     κλητική ! κράτος κράτη - κράτεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κράτει - κράτεε
γεν-δοτ τοῖν  κρατοῖν - κρατέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κράτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kret-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κράτος ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
κρατ- 

παράγωγα και σύνθετα

επίσης

→ δείτε και  κρατέω / κρατῶ & παράγωγα όπως κράτησις, κράτημα, κ.λπ.

  Πηγές επεξεργασία