κράτιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κράτιστος < αρχαία ελληνική κράτιστος, υπερθετικός βαθμός του κρατύς < κράτος (δύναμη)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkɾa.ti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρά‐τι‐στος
Επίθετο
επεξεργασίακράτιστος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κραταιός
Μεταφράσεις
επεξεργασία κράτιστος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακράτιστος, -η, -ον
- μεμονωμένος υπερθετικός βαθμός του κρατύς
- ο δυνατότερος, ο καλύτερος
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- κράτιστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κράτιστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.