Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ιστος η -ιστη το -ιστο
      γενική του -ιστου της -ιστης του -ιστου
    αιτιατική τον -ιστο τη(ν) -ιστη το -ιστο
     κλητική -ιστε -ιστη -ιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ιστοι οι -ιστες τα -ιστα
      γενική των -ιστων των -ιστων των -ιστων
    αιτιατική τους -ιστους τις -ιστες τα -ιστα
     κλητική -ιστοι -ιστες -ιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

-ιστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ιστος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐στος

  Επίθημα επεξεργασία

-ιστος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

-ιστος < αοριστικό θέμα ρημάτων σε ισ- + -τος < αρχαία ελληνική -τος [2]

  Επίθημα επεξεργασία

-ιστος, -η, -ο

  1. επίθημα για το σχηματισμό ρηματικών επιθέτων από ρήματα με αοριστικό θέμα σε ισ-
    χτενίζω, χτένισα > αχτένιστος

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -ιστοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα