πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ιστος η -ιστη το -ιστο
      γενική του -ιστου της -ιστης του -ιστου
    αιτιατική τον -ιστο τη(ν) -ιστη το -ιστο
     κλητική -ιστε -ιστη -ιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ιστοι οι -ιστες τα -ιστα
      γενική των -ιστων των -ιστων των -ιστων
    αιτιατική τους -ιστους τις -ιστες τα -ιστα
     κλητική -ιστοι -ιστες -ιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

-ιστος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
-ιστος < αοριστικό θέμα ρημάτων σε ισ- + -τος < αρχαία ελληνική -τος [2]

-ιστος, -η, -ο

  1. επίθημα για το σχηματισμό ρηματικών επιθέτων από ρήματα με αοριστικό θέμα σε ισ-
    χτενίζω, χτένισα > αχτένιστος

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  • -ιστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)