Δείτε επίσης: -ωτός, ὠτός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ωτος η -ωτη το -ωτο
      γενική του -ωτου της -ωτης του -ωτου
    αιτιατική τον -ωτο τη(ν) -ωτη το -ωτο
     κλητική -ωτε -ωτη -ωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ωτοι οι -ωτες τα -ωτα
      γενική των -ωτων των -ωτων των -ωτων
    αιτιατική τους -ωτους τις -ωτες τα -ωτα
     κλητική -ωτοι -ωτες -ωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ωτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ωτος < -ωτός σε προπαροξύτονα ρηματικά επίθετα που συνήθως έχουν στερητικό πρόθημα (ἀ- > α-)

  Επίθημα επεξεργασία

-ωτος, -η, -η

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ωτος < → δείτε το επίθημα -ωτός, με αναβιβασμό τόνου σε προπαροξύτονα επίθετα

  Επίθημα επεξεργασία

-ωτος, -ος/(-η), -ον

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία