Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιδερώνω < σίδερο + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

σιδερώνω (παθητική φωνή: σιδερώνομαι)

  1. πιέζω ένα ζεστό σίδερο πάνω σε πλυμένα ρούχα, για να γίνει η επιφάνειά τους τελείως ίσια, να φύγουν οι τσαλάκες
  2. τοποθετώ σίδερα στα καλούπια σε οικοδομή

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία