Ετυμολογία

επεξεργασία
σιδερώνω < σίδερο + -ώνω

σιδερώνω (παθητική φωνή: σιδερώνομαι)

  1. πιέζω ένα ζεστό σίδερο πάνω σε πλυμένα ρούχα, για να γίνει η επιφάνειά τους τελείως ίσια, να φύγουν οι τσαλάκες
  2. τοποθετώ σίδερα στα καλούπια σε οικοδομή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία