σιδερώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασιδερώνω (παθητική φωνή: σιδερώνομαι)
- πιέζω ένα ζεστό σίδερο πάνω σε πλυμένα ρούχα, για να γίνει η επιφάνειά τους τελείως ίσια, να φύγουν οι τσαλάκες
- τοποθετώ σίδερα στα καλούπια σε οικοδομή
Συγγενικά
επεξεργασία- ασιδέρωτος
- σιδέρωμα
- σιδερώστρα
- σιδερωτήριο
- σιδερωτής
- σιδερωτός
- σιδερώτρα
- σιδερώτρια
- → δείτε τη λέξη σίδερο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σιδερώνω | σιδέρωνα | θα σιδερώνω | να σιδερώνω | σιδερώνοντας | |
β' ενικ. | σιδερώνεις | σιδέρωνες | θα σιδερώνεις | να σιδερώνεις | σιδέρωνε | |
γ' ενικ. | σιδερώνει | σιδέρωνε | θα σιδερώνει | να σιδερώνει | ||
α' πληθ. | σιδερώνουμε | σιδερώναμε | θα σιδερώνουμε | να σιδερώνουμε | ||
β' πληθ. | σιδερώνετε | σιδερώνατε | θα σιδερώνετε | να σιδερώνετε | σιδερώνετε | |
γ' πληθ. | σιδερώνουν(ε) | σιδέρωναν σιδερώναν(ε) |
θα σιδερώνουν(ε) | να σιδερώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σιδέρωσα | θα σιδερώσω | να σιδερώσω | σιδερώσει | ||
β' ενικ. | σιδέρωσες | θα σιδερώσεις | να σιδερώσεις | σιδέρωσε | ||
γ' ενικ. | σιδέρωσε | θα σιδερώσει | να σιδερώσει | |||
α' πληθ. | σιδερώσαμε | θα σιδερώσουμε | να σιδερώσουμε | |||
β' πληθ. | σιδερώσατε | θα σιδερώσετε | να σιδερώσετε | σιδερώστε | ||
γ' πληθ. | σιδέρωσαν σιδερώσαν(ε) |
θα σιδερώσουν(ε) | να σιδερώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σιδερώσει | είχα σιδερώσει | θα έχω σιδερώσει | να έχω σιδερώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σιδερώσει | είχες σιδερώσει | θα έχεις σιδερώσει | να έχεις σιδερώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σιδερώσει | είχε σιδερώσει | θα έχει σιδερώσει | να έχει σιδερώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σιδερώσει | είχαμε σιδερώσει | θα έχουμε σιδερώσει | να έχουμε σιδερώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σιδερώσει | είχατε σιδερώσει | θα έχετε σιδερώσει | να έχετε σιδερώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σιδερώσει | είχαν σιδερώσει | θα έχουν σιδερώσει | να έχουν σιδερώσει |
|