Ετυμολογία

επεξεργασία

πιέζω, αόρ.: πίεσα, παθ.φωνή: πιέζομαι, π.αόρ.: πιέστηκα, μτχ.π.π.: πιεσμένος

  1. ασκώ δύναμη πάνω στην επιφάνεια ενός αντικειμένου
      Πίεσα το κουμπί, αλλά δεν έγινε τίποτα.
     συνώνυμα: βαραίνω, ζουλάω, ζουπίζω, ζουπάω
  2. (μεταφορικά) προσπαθώ να αναγκάσω κάποιον να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του
      το λόμπι πιέζει την κυβέρνηση
     συνώνυμα: αναγκάζω, εξαναγκάζω
  3. (μεταφορικά) φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση
      Μη με πιέζεις, αισθάνομαι ήδη άσχημα με όλη αυτή την κατάσταση!
     συνώνυμα: θλίβω, στενοχωρώ, στριμώχνω

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
πιεζ-, πιεσ- 

θέμα με πιεζ-

θέμα με πιεσ-, πιεστ-

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
πιέζω < παραδοσιακά, συνδέεται με πι- + ... < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pisd- (πιέζω). Κατ' άλλη εκδοχής ...  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

πιέζω

ζητούμενο λήμμα

Παράγωγα

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται κεντρικό ετυμολογικό πεδίο)