αναγκάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναγκάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀναγκάζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.naŋˈɡa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐γκά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααναγκάζω, αόρ.: ανάγκασα, παθ.φωνή: αναγκάζομαι, π.αόρ.: αναγκάστηκα, μτχ.π.π.: αναγκασμένος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ανάγκη
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναγκάζω | ανάγκαζα | θα αναγκάζω | να αναγκάζω | αναγκάζοντας | |
β' ενικ. | αναγκάζεις | ανάγκαζες | θα αναγκάζεις | να αναγκάζεις | ανάγκαζε | |
γ' ενικ. | αναγκάζει | ανάγκαζε | θα αναγκάζει | να αναγκάζει | ||
α' πληθ. | αναγκάζουμε | αναγκάζαμε | θα αναγκάζουμε | να αναγκάζουμε | ||
β' πληθ. | αναγκάζετε | αναγκάζατε | θα αναγκάζετε | να αναγκάζετε | αναγκάζετε | |
γ' πληθ. | αναγκάζουν(ε) | ανάγκαζαν αναγκάζαν(ε) |
θα αναγκάζουν(ε) | να αναγκάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανάγκασα | θα αναγκάσω | να αναγκάσω | αναγκάσει | ||
β' ενικ. | ανάγκασες | θα αναγκάσεις | να αναγκάσεις | ανάγκασε | ||
γ' ενικ. | ανάγκασε | θα αναγκάσει | να αναγκάσει | |||
α' πληθ. | αναγκάσαμε | θα αναγκάσουμε | να αναγκάσουμε | |||
β' πληθ. | αναγκάσατε | θα αναγκάσετε | να αναγκάσετε | αναγκάστε | ||
γ' πληθ. | ανάγκασαν αναγκάσαν(ε) |
θα αναγκάσουν(ε) | να αναγκάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναγκάσει | είχα αναγκάσει | θα έχω αναγκάσει | να έχω αναγκάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναγκάσει | είχες αναγκάσει | θα έχεις αναγκάσει | να έχεις αναγκάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναγκάσει | είχε αναγκάσει | θα έχει αναγκάσει | να έχει αναγκάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναγκάσει | είχαμε αναγκάσει | θα έχουμε αναγκάσει | να έχουμε αναγκάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναγκάσει | είχατε αναγκάσει | θα έχετε αναγκάσει | να έχετε αναγκάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναγκάσει | είχαν αναγκάσει | θα έχουν αναγκάσει | να έχουν αναγκάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναγκάζομαι | αναγκαζόμουν(α) | θα αναγκάζομαι | να αναγκάζομαι | ||
β' ενικ. | αναγκάζεσαι | αναγκαζόσουν(α) | θα αναγκάζεσαι | να αναγκάζεσαι | ||
γ' ενικ. | αναγκάζεται | αναγκαζόταν(ε) | θα αναγκάζεται | να αναγκάζεται | ||
α' πληθ. | αναγκαζόμαστε | αναγκαζόμαστε αναγκαζόμασταν |
θα αναγκαζόμαστε | να αναγκαζόμαστε | ||
β' πληθ. | αναγκάζεστε | αναγκαζόσαστε αναγκαζόσασταν |
θα αναγκάζεστε | να αναγκάζεστε | (αναγκάζεστε) | |
γ' πληθ. | αναγκάζονται | αναγκάζονταν αναγκαζόντουσαν |
θα αναγκάζονται | να αναγκάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναγκάστηκα | θα αναγκαστώ | να αναγκαστώ | αναγκαστεί | ||
β' ενικ. | αναγκάστηκες | θα αναγκαστείς | να αναγκαστείς | αναγκάσου | ||
γ' ενικ. | αναγκάστηκε | θα αναγκαστεί | να αναγκαστεί | |||
α' πληθ. | αναγκαστήκαμε | θα αναγκαστούμε | να αναγκαστούμε | |||
β' πληθ. | αναγκαστήκατε | θα αναγκαστείτε | να αναγκαστείτε | αναγκαστείτε | ||
γ' πληθ. | αναγκάστηκαν αναγκαστήκαν(ε) |
θα αναγκαστούν(ε) | να αναγκαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναγκαστεί | είχα αναγκαστεί | θα έχω αναγκαστεί | να έχω αναγκαστεί | αναγκασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναγκαστεί | είχες αναγκαστεί | θα έχεις αναγκαστεί | να έχεις αναγκαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναγκαστεί | είχε αναγκαστεί | θα έχει αναγκαστεί | να έχει αναγκαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναγκαστεί | είχαμε αναγκαστεί | θα έχουμε αναγκαστεί | να έχουμε αναγκαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναγκαστεί | είχατε αναγκαστεί | θα έχετε αναγκαστεί | να έχετε αναγκαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναγκαστεί | είχαν αναγκαστεί | θα έχουν αναγκαστεί | να έχουν αναγκαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αναγκασμένος - είμαστε, είστε, είναι αναγκασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αναγκασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αναγκασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αναγκασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αναγκασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αναγκασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αναγκασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναγκάζω
Πηγές
επεξεργασία- αναγκάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αναγκάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αναγκάζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας