Δείτε επίσης: ἀναγκάζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναγκάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀναγκάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.naŋˈɡa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐γκά‐ζω

αναγκάζω, αόρ.: ανάγκασα, παθ.φωνή: αναγκάζομαι, π.αόρ.: αναγκάστηκα, μτχ.π.π.: αναγκασμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ανάγκη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία