Δείτε επίσης: ἀναγκάζω

Ετυμολογία

επεξεργασία

αναγκάζω, αόρ.: ανάγκασα, παθ.φωνή: αναγκάζομαι, π.αόρ.: αναγκάστηκα, μτχ.π.π.: αναγκασμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία