θέληση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θέληση | οι | θελήσεις |
γενική | της | θέλησης* | των | θελήσεων |
αιτιατική | τη | θέληση | τις | θελήσεις |
κλητική | θέληση | θελήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θελήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θέληση < αρχαία ελληνική θέλησις < θέλω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθέληση θηλυκό
- η βούληση, επιθυμία που δυνητικά οδηγεί σε δράση, τα εσωτερικά κίνητρα ή οι επιθυμίες ενός ατόμου που εκδηλώνονται με ενέργειες προς κάποιο σκοπό