volonté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
volonté | volontés |
volonté (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη vouloir
Δείτε επίσης : volonte |
ενικός | πληθυντικός |
volonté | volontés |
volonté (fr) θηλυκό