βούληση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βούληση | οι | βουλήσεις |
γενική | της | βούλησης* | των | βουλήσεων |
αιτιατική | τη | βούληση | τις | βουλήσεις |
κλητική | βούληση | βουλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βουλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βούληση < βούλησις < αρχαία ελληνική βούλησις < βούλομαι
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβούληση θηλυκό
- η επιθυμία προς επιδίωξη κάποιου σκοπού
- η ελεύθερη βούληση
- η λαϊκή βούληση
Σημειώσεις
επεξεργασίαστην νέα ελληνική γλώσσα λέγεται θέληση, δηλαδή επιθυμία που δυνητικά οδηγεί σε δράση