επιθυμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιθυμία < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.θiˈmi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιθυμία θηλυκό
- πόθος ενός ατόμου κινητοποιημένος από ανάγκη ή συναίσθημα
επιθυμία θηλυκό