Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
désir désirs

désir (fr) αρσενικό

  1. η επιθυμία, η πεθυμιά (λαϊκό)
  2. ο πόθος
  3. η λαχτάρα