πόθος
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πόθος | οι | πόθοι |
γενική | του | πόθου | των | πόθων |
αιτιατική | τον | πόθο | τους | πόθους |
κλητική | πόθε | πόθοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πόθος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πόθος
- (βοτανικός όρος) < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική pothos[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpo.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πό‐θος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πόθος αρσενικό
- πολύ δυνατή επιθυμία
- (βοτανική) αναρριχώμενο φυτό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «πόθος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.