αναρριχώμενο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασία
αναρριχώμενο
- αιτιατική ενικού του αναρριχώμενος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αναρριχώμενος
![]() |
αναρριχώμενο