πεθυμιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πεθυμιά | οι | πεθυμιές |
γενική | της | πεθυμιάς | των | πεθυμιών |
αιτιατική | την | πεθυμιά | τις | πεθυμιές |
κλητική | πεθυμιά | πεθυμιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πεθυμιά < επιθυμία < αρχαία ελληνική ἐπιθυμία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεθυμιά θηλυκό
- άλλη μορφή του επιθυμία
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεθυμιά
|