ανάγκη
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάγκη | οι | ανάγκες |
γενική | της | ανάγκης | των | αναγκών |
αιτιατική | την | ανάγκη | τις | ανάγκες |
κλητική | ανάγκη | ανάγκες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανάγκη < αρχαία ελληνική ἀνάγκη < ἀν- + ἀγκή / ἀγκών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂enǵʰ- (σφιχτός, στενός)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ανάγκη θηλυκό
- ό,τι μάς επιβάλλεται, χωρίς να μπορούμε να το αποφύγουμε
- αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες και έχει να καλύψει έντονες βιοποριστικές ανάγκες
- (κατʼ επέκταση) δυσάρεστη κατάσταση
- (μεταφορικά) (οικείο) η αφόδευση ή η ούρηση