ανάγκη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάγκη | οι | ανάγκες |
γενική | της | ανάγκης | των | αναγκών |
αιτιατική | την | ανάγκη | τις | ανάγκες |
κλητική | ανάγκη | ανάγκες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανάγκη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνάγκη
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈnaŋ.ɟi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νά‐γκη
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανάγκη θηλυκό
- ό,τι μας επιβάλλεται, χωρίς να μπορούμε να το αποφύγουμε
- ↪ Αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες και έχει να καλύψει έντονες βιοποριστικές ανάγκες.
- (κατ’ επέκταση) δυσάρεστη κατάσταση
- (μεταφορικά, οικείο) η αφόδευση ή η ούρηση
επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
αναγκ-
αναγκ-
- αναγκάζω
- αναγκαίος
- αναγκαιότητα
- αναγκαστικός
- εξαναγκάζω & συγγενικά
(Χρειάζεται επεξεργασία)
- *αναγκ* - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανάγκη
Πηγές επεξεργασία
- ανάγκη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ανάγκη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- ανάγκη - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας