potrzeba
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | potrzeba | potrzeby |
γενική | potrzeby | potrzeb |
δοτική | potrzebie | potrzebom |
αιτιατική | potrzebę | potrzeby |
οργανική | potrzebą | potrzebami |
τοπική | potrzebie | potrzebach |
κλητική | potrzebo | potrzeby |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpotrzeba (pl) θηλυκό
- η ανάγκη
Ρήμα
επεξεργασίαpotrzeba (pl) (απρόσωπο)