Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική potrzeba potrzeby
γενική potrzeby potrzeb
δοτική potrzebie potrzebom
αιτιατική potrzebę potrzeby
οργανική potrzebą potrzebami
τοπική potrzebie potrzebach
κλητική potrzebo potrzeby

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɔˈṭʃɛba/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

potrzeba (pl) θηλυκό

  1. η ανάγκη

  Ρήμα επεξεργασία

potrzeba (pl) (απρόσωπο)

  1. πρέπει

Συγγενικά επεξεργασία