τοπική
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | τοπική | τοπικές |
γενική | τοπικής | τοπικών |
αιτιατική | τοπική | τοπικές |
κλητική | τοπική | τοπικές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τοπική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου: τοπικός
ΠροφοράΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τοπική θηλυκό
- (γλωσσολογία) η πτώση που δηλώνει κατεύθυνση προς τόπο
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Τοπική πτώση στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτή μορφή επιθέτουΕπεξεργασία
τοπική