τοπική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τοπική | οι | τοπικές |
γενική | της | τοπικής | των | τοπικών |
αιτιατική | την | τοπική | τις | τοπικές |
κλητική | τοπική | τοπικές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τοπική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου τοπικός, εννοείται πτώση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /to.piˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : το‐πι‐κή
- ομόηχο: τοπικοί
Ουσιαστικό
επεξεργασίατοπική θηλυκό
- (γραμματική) η πτώση που δηλώνει κατεύθυνση προς τόπο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαλέξεις από την τοπική πτώση: (νέα ελληνικά)
λέξεις από την τοπική πτώση: (αρχαία ελληνικά)
- ἀγρόθῐ
- Ἀθήνησι/Ἀθήνησιν/Ἀθήνῃσι/Ἀθήνῃσιν
- Ἁλικαρνασσοῖ
- Ἀχαρνῆσι
- ἁρμοῖ
- δεσπότῃσι
- ἔνδοι
- ἦρι
- Θείβᾱθι/Θήβῃσι
- Θεσπιᾶσιν
- θύρᾱσι/θύρᾱσιν
- Ἰλιόθι
- Ἱσμόθι
- Κορινθόθι
- Μεγαροῖ
- Μουνῐχίᾱσι/Μουνῠχίᾱσι
- Ὀλυμπίᾱσι/Ὀλυμπιάσι/Ὀλυμπίαθι
- Περγασήσι
- πέδοι
- Πλαταιᾶσι/Πλαταιᾶσιν
- ταμίᾱσι/ταμίᾱσιν
και άλλεις λέξεις και κλιτικοί τύποι σε -φιν (πτυόφιν), -φι (Ἰλιόφι, ναῦφι), -θῐ, -οι, -οῖ, -ησι(ν), -ᾱσι(ν) και -ι (ἔαρι, ἄγχι)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατοπική