τοπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τοπικός | η | τοπική | το | τοπικό |
γενική | του | τοπικού | της | τοπικής | του | τοπικού |
αιτιατική | τον | τοπικό | την | τοπική | το | τοπικό |
κλητική | τοπικέ | τοπική | τοπικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τοπικοί | οι | τοπικές | τα | τοπικά |
γενική | των | τοπικών | των | τοπικών | των | τοπικών |
αιτιατική | τους | τοπικούς | τις | τοπικές | τα | τοπικά |
κλητική | τοπικοί | τοπικές | τοπικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τοπικός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τοπικός και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική local
- (για το μέρος του σώματος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική topique < αρχαία ελληνική τοπικός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /to.piˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : το‐πι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίατοπικός
- που βρίσκεται ή συμβαίνει ή αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο τόπο
- ↪τοπικά προϊόντα, τοπική διάλεκτος
- που περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο τόπο
- ↪τοπικά καιρικά φαινόμενα
- που αφορά τμήμα ενός αντικειμένου
- που αφορά μέρος του ανθρώπινου σώματος
- ↪τοπική αναισθησία
- (γραμματική) που αφορά έναν τόπο
- ↪τοπική αντωνυμία
- (πληροφορική) local: μπορεί να αναφέρεται στην τοπική μεταβλητή, στο τοπικό δίκτυο ή στον τοπικό υπολογιστή που συνδέεται σε ένα δίκτυο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τοπικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τοπικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας