local
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | local |
συγκριτικός | more local |
υπερθετικός | most local |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlocal (en)
- τοπικός, που βρίσκεται ή συμβαίνει ή αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο τόπο
- ⮡ the local time - η τοπική ώρα
- ⮡ the local news - τα τοπικά νέα
- τοπικός, που αφορά μέρος του ανθρώπινου σώματος
- ⮡ local anesthesia - τοπική αναισθησία
- (πληροφορική) προγραμματιστική οντότητα που χρησιμοποιείται (είναι προσβάσιμη) σε περιορισμένο χώρο ενός προγράμματος, όπως η τοπική μεταβλητή (local variable) μέσα σε μιά συνάρτηση
- ※ The actual parameters (arguments) to a function call are introduced in the local symbol table of the called function when it is called (from a Python tutorial)[1]
- Οι πραγματικές παράμετροι (ορίσματα) σε μια κλήση συνάρτησης εισάγονται στον τοπικό πίνακα συμβόλων της καλούμενης συνάρτησης όταν αυτή καλείται.
- ≠ αντώνυμα: global
- δείτε επίσης: Local variable στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ※ The actual parameters (arguments) to a function call are introduced in the local symbol table of the called function when it is called (from a Python tutorial)[1]
- (πληροφορική) το τοπικό δίκτυο (LAN)
- (δίκτυο υπολογιστών) σε ένα δίκτυο ο τοπικός υπολογιστής, σε αντίθεση με έναν άλλο υπολογιστή του δικτύου που λέγεται απομακρυσμένος (remote)
Σύνθετα
επεξεργασία- (πληροφορική) localhost
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ (αγγλικά) 4. More Control Flow Tools / 4.6. Defining Functions. Αρχειοθέτηση 2020-01-24. Προσπέλαση 2020-09-06.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | local | locaux |
θηλυκό | locale | locales |
local (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
local | locaux |
local (fr) αρσενικό
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlocal (ro)