παραθετικά
θετικός local
συγκριτικός more local
υπερθετικός most local

  Ετυμολογία

επεξεργασία
local < → δείτε  λατινική localis < locus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈloʊkl̩/
 

  Επίθετο

επεξεργασία

local (en)

  1. τοπικός, που βρίσκεται ή συμβαίνει ή αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο τόπο
    ⮡  the local time - η τοπική ώρα
    ⮡  the local news - τα τοπικά νέα
  2. τοπικός, που αφορά μέρος του ανθρώπινου σώματος
    ⮡  local anesthesia - τοπική αναισθησία
  3. (πληροφορική) προγραμματιστική οντότητα που χρησιμοποιείται (είναι προσβάσιμη) σε περιορισμένο χώρο ενός προγράμματος, όπως η τοπική μεταβλητή (local variable) μέσα σε μιά συνάρτηση
    ※  The actual parameters (arguments) to a function call are introduced in the local symbol table of the called function when it is called (from a Python tutorial)[1]
    Οι πραγματικές παράμετροι (ορίσματα) σε μια κλήση συνάρτησης εισάγονται στον τοπικό πίνακα συμβόλων της καλούμενης συνάρτησης όταν αυτή καλείται.
     αντώνυμα: global
    δείτε επίσης: Local variable στην αγγλική Βικιπαίδεια
  4. (πληροφορική) το τοπικό δίκτυο (LAN)
  5. (δίκτυο υπολογιστών) σε ένα δίκτυο ο τοπικός υπολογιστής, σε αντίθεση με έναν άλλο υπολογιστή του δικτύου που λέγεται απομακρυσμένος (remote)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
local < λατινική localis < locus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lɔ.kal/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό local locaux
θηλυκό locale locales

local (fr) αρσενικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
local locaux

local (fr) αρσενικό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
local < λατινική localis < locus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lo.ˈkal/

  Επίθετο

επεξεργασία

local (ro)