local
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | local |
συγκριτικός | more local |
υπερθετικός | most local |
local (en)
- τοπικός, που βρίσκεται ή συμβαίνει ή αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο τόπο
- ⮡ the local time - η τοπική ώρα
- ⮡ the local news - τα τοπικά νέα
- τοπικός, που αφορά μέρος του ανθρώπινου σώματος
- ⮡ local anesthesia - τοπική αναισθησία
- (πληροφορική) προγραμματιστική οντότητα που χρησιμοποιείται (είναι προσβάσιμη) σε περιορισμένο χώρο ενός προγράμματος, όπως η τοπική μεταβλητή (local variable) μέσα σε μιά συνάρτηση
- ⮡ The actual parameters (arguments) to a function call are introduced in the local symbol table of the called function when it is called.
- Οι πραγματικές παράμετροι (όρισμα) σε μια κλήση συνάρτησης εισάγονται στον τοπικό πίνακα συμβόλων της καλούμενης συνάρτησης όταν αυτή καλείται.
- ≠ αντώνυμα: global
- δείτε επίσης: Local variable στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ⮡ The actual parameters (arguments) to a function call are introduced in the local symbol table of the called function when it is called.
- (πληροφορική) το τοπικό δίκτυο (LAN)
- (δίκτυο υπολογιστών) σε ένα δίκτυο ο τοπικός υπολογιστής, σε αντίθεση με έναν άλλο υπολογιστή του δικτύου που λέγεται απομακρυσμένος (remote)
Σύνθετα
επεξεργασία- (πληροφορική) localhost