όρισμα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όρισμα | τα | ορίσματα |
γενική | του | ορίσματος | των | ορισμάτων |
αιτιατική | το | όρισμα | τα | ορίσματα |
κλητική | όρισμα | ορίσματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- όρισμα < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
όρισμα ουδέτερο
- (προγραμματισμός) βλ. συνώνυμο πραγματική παράμετρος