argument
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɑɹɡjumənt/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
argument (en)
- το επιχείρημα
- ο καβγάς
- (μαθηματικά) το όρισμα ή ανεξάρτητη μεταβλητή
- δείτε επίσης: argument of a function στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (πληροφορική) η πραγματική παράμετρος
- δείτε επίσης: parameter (computer programming) στην αγγλική Βικιπαίδεια
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
- πληροφορική: formal parameter
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
πληροφορική:
Επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Argument (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
argument | arguments |
argument (fr) αρσενικό
- το επιχείρημα
- (πληροφορική), (μαθηματικά) το όρισμα
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /arˈɡũmɛ̃nt/
- argument
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
argument (pl) αρσενικό
- το επιχείρημα
- (πληροφορική), (μαθηματικά) το όρισμα
Επεξεργασία
Σουηδικά (sv) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
argument (sv) ουδέτερο